- ἡμαρτημένος
- ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)perf part mp masc nom sgἁμαρτέωattendperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημαρτημένως — (AM ἡμαρτημένως) επίρρ. εσφαλμένως αρχ. φρ. «ἡμαρτημένως ἔχει» είναι εσφαλμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημαρτημένος, μτχ. παρακμ. τού αμαρτάνομαι] … Dictionary of Greek
αμαρτάνω — αμαρτάνω, αμάρτησα βλ. πίν. 104 και πρβλ. αμαρταίνω Σημειώσεις: αμαρτάνω : χρησιμοποιείται η λόγια μτχ. ημαρτημένος ως επίθετο με την έννοια λαθεμένος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής